Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξηροφιλικός η ξηροφιλική το ξηροφιλικό
      γενική του ξηροφιλικού της ξηροφιλικής του ξηροφιλικού
    αιτιατική τον ξηροφιλικό την ξηροφιλική το ξηροφιλικό
     κλητική ξηροφιλικέ ξηροφιλική ξηροφιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξηροφιλικοί οι ξηροφιλικές τα ξηροφιλικά
      γενική των ξηροφιλικών των ξηροφιλικών των ξηροφιλικών
    αιτιατική τους ξηροφιλικούς τις ξηροφιλικές τα ξηροφιλικά
     κλητική ξηροφιλικοί ξηροφιλικές ξηροφιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξηροφιλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική xerophilic < xerophile < αρχαία ελληνική ξηρός + φίλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.ɾo.fi.liˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

ξηροφιλικός, -ή, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία