γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νηρός νηρᾱ́ τὸ νηρόν
      γενική τοῦ νηροῦ τῆς νηρᾶς τοῦ νηροῦ
      δοτική τῷ νηρ τῇ νηρ τῷ νηρ
    αιτιατική τὸν νηρόν τὴν νηρᾱ́ν τὸ νηρόν
     κλητική ! νηρέ νηρᾱ́ νηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νηροί αἱ νηραί τὰ νηρᾰ́
      γενική τῶν νηρῶν τῶν νηρῶν τῶν νηρῶν
      δοτική τοῖς νηροῖς ταῖς νηραῖς τοῖς νηροῖς
    αιτιατική τοὺς νηρούς τὰς νηρᾱ́ς τὰ νηρᾰ́
     κλητική ! νηροί νηραί νηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηρώ τὼ νηρᾱ́ τὼ νηρώ
      γεν-δοτ τοῖν νηροῖν τοῖν νηραῖν τοῖν νηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηρός < αρχαία ελληνική νεαρός < νέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néwos (νέος) < *nu (τώρα)

  Επίθετο

επεξεργασία

νηρός, -ά, -όν

  1. (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του νεαρός: φρέσκος, νεαρός
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ωριγένης, Selecta in Psalmos [Dub.], 48.2, p.1444 @scaife.perseus
    ἐξέρχονται ἔσωθεν ἀπὸ τῆς καρδίας διαλογισμοὶ. νηροὶ, οὐδὲ ὑπάρχει τὰ κοινοῦντα τὸν ἅνθρωπε. οὐδὲ δίδοται τόπος τῷ διαβόλῳ.
  2. (ελληνιστική κοινή) (ουσιαστικοποιημένο) τὸ νηρόν / ὁ νηρός: νερό
  3. (ελληνιστική κοινή) (για ψάρια) φρέσκος, νωπός