ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νηρόν τὰ νηρᾰ́
      γενική τοῦ νηροῦ τῶν νηρῶν
      δοτική τῷ νηρ τοῖς νηροῖς
    αιτιατική τὸ νηρόν τὰ νηρᾰ́
     κλητική ! νηρόν νηρᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νηρώ
γεν-δοτ τοῖν  νηροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νηρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νηρόν ουδέτερο ή νηρός αρσενικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

νηρόν