νευροπαθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανευροπαθητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που αφορά πόνο που προκαλείται από δυσλειτουργία ή βλάβη του κεντρικού ή περιφερικού νευρικού συστήματος
- (ιατρική) που έχει σχέση με νευροπάθεια ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νευροπάθεια, νεύρο και πάσχω
Πηγές
επεξεργασία- νευροπαθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νευροπαθητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροπαθητικός