↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοθετικισμός οι νεοθετικισμοί
      γενική του νεοθετικισμού των νεοθετικισμών
    αιτιατική τον νεοθετικισμό τους νεοθετικισμούς
     κλητική νεοθετικισμέ νεοθετικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοθετικισμός < νεο- + θετικισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neopositivism)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεοθετικισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία