θετικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θετικισμός < θετικ(ός) + -ισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική positivisme
Ουσιαστικό επεξεργασία
θετικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα που απορρίπτει τη μεταφυσική και υποστηρίζει ότι η μόνη έγκυρη γνώση είναι αυτή που μπορεί να επιβεβαιωθεί μέσω της επιστημονικής μεθόδου
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θετικισμός