Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θετικιστής οι θετικιστές
      γενική του θετικιστή των θετικιστών
    αιτιατική τον θετικιστή τους θετικιστές
     κλητική θετικιστή θετικιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θετικιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θετικιστής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία