νεοθετικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοθετικιστικός < νεοθετικιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neopositivistic)
Επίθετο
επεξεργασίανεοθετικιστικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον νεοθετικισμό ή τον νεοθετικιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοθετικιστικός