Δείτε επίσης: ναυλομεσίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυτομεσίτης οι ναυτομεσίτες
      γενική του ναυτομεσίτη των ναυτομεσιτών
    αιτιατική τον ναυτομεσίτη τους ναυτομεσίτες
     κλητική ναυτομεσίτη ναυτομεσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυτομεσίτης < ναύτης + -ο- + μεσίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυτομεσίτης αρσενικό (θηλυκό ναυτομεσίτρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία