ναυτομεσίτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυτομεσίτρια < ναυτομεσίτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυτομεσίτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ναυτομεσίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ναυτομεσίτης
ναυτομεσίτρια
|