↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπορευματοκιβώτιο τα εμπορευματοκιβώτια
      γενική του εμπορευματοκιβώτιου
εμπορευματοκιβωτίου
των εμπορευματοκιβώτιων
εμπορευματοκιβωτίων
    αιτιατική το εμπορευματοκιβώτιο τα εμπορευματοκιβώτια
     κλητική εμπορευματοκιβώτιο εμπορευματοκιβώτια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Εμπορευματοκιβώτιο (κοντέινερ)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπορευματοκιβώτιο < εμπορευμάτ(ων) + -ο- + κιβώτιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμπορευματοκιβώτιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία