↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπορευματοκιβωτιοφόρο τα εμπορευματοκιβωτιοφόρα
      γενική του εμπορευματοκιβωτιοφόρου των εμπορευματοκιβωτιοφόρων
    αιτιατική το εμπορευματοκιβωτιοφόρο τα εμπορευματοκιβωτιοφόρα
     κλητική εμπορευματοκιβωτιοφόρο εμπορευματοκιβωτιοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπορευματοκιβωτιοφόρο < εμπορευματοκιβώτιο + -ο- + -φόρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμπορευματοκιβωτιοφόρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία