εμπορευματοκιβωτιοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπορευματοκιβωτιοφόρο < εμπορευματοκιβώτιο + -ο- + -φόρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμπορευματοκιβωτιοφόρο ουδέτερο
- όχημα ή πλοίο που μεταφέρει εμπορευματοκιβώτια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμπορευματοκιβωτιοφόρο