Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυτοδάνειο τα ναυτοδάνεια
      γενική του ναυτοδανείου
ναυτοδάνειου
των ναυτοδανείων
    αιτιατική το ναυτοδάνειο τα ναυτοδάνεια
     κλητική ναυτοδάνειο ναυτοδάνεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυτοδάνειο < ναυτο- + δάνειο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυτοδάνειο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία