νέμεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νέμεσῐς | αἱ | νεμέσεις |
γενική | τῆς | νεμέσεως | τῶν | νεμέσεων |
δοτική | τῇ | νεμέσει | ταῖς | νεμέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | νέμεσῐν | τὰς | νεμέσεις |
κλητική ὦ! | νέμεσῐ | νεμέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεμέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεμεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νέμεσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανέμεσις θηλυκό επικός τύπος
- δίκαιη αγανάκτηση, δικαιολογημένος θυμός
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1108b
- νέμεσις δὲ μεσότης φθόνου καὶ ἐπιχαιρεκακίας,
- Η νέμεση, η ιερή αγανάκτηση, είναι η μεσότητα μεταξύ φθόνου και επιχαιρεκακίας
- Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- νέμεσις δὲ μεσότης φθόνου καὶ ἐπιχαιρεκακίας,
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1108b
- (γι' αυτούς που ανάξια απολαμβάνουν την εύνοια της τύχης) οργή
- (για θεούς) φθόνος, ζηλοτυπία, αγανάκτηση, οργή, εκδίκηση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 34.1
- Μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβε ἐκ θεοῦ νέμεσις μεγάλη Κροῖσον, ὡς εἰκάσαι, ὅτι ἐνόμισε ἑωυτὸν εἶναι ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον.
- Είχε φύγει ο Σόλων και μετά έπεσε πάνω στον Κροίσο βαριά η θεϊκή οργή, επειδή, υποθέτω, πίστεψε πως είναι από όλους τους ανθρώπους ο πιο ευτυχισμένος.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβε ἐκ θεοῦ νέμεσις μεγάλη Κροῖσον, ὡς εἰκάσαι, ὅτι ἐνόμισε ἑωυτὸν εἶναι ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 30.13
- εἰ δ᾽ ἄρα τις οὗτος εἱμαρτὸς ἥκει χρόνος, ὀφειλόμενος νεμέσει καὶ μεταβολῇ, παύσασθαι τὰ Περσῶν, μηδεὶς ἄλλος ἀνθρώπων καθίσειεν εἰς τὸν Κύρου θρόνον πλὴν Ἀλεξάνδρου».
- Αλλ᾽, αν τυχόν έχει έρθει ο ορισμένος από τη μοίρα χρόνος να λήξει η βασιλεία των Περσών λόγω θείας τιμωρίας και μεταβολής, ας μην καθίσει στον θρόνο του Κύρου κανένας άλλος άνθρωπος εκτός από τον Αλέξανδρο».
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ ἄρα τις οὗτος εἱμαρτὸς ἥκει χρόνος, ὀφειλόμενος νεμέσει καὶ μεταβολῇ, παύσασθαι τὰ Περσῶν, μηδεὶς ἄλλος ἀνθρώπων καθίσειεν εἰς τὸν Κύρου θρόνον πλὴν Ἀλεξάνδρου».
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 34.1
- αντικείμενο δίκαιης αγανάκτησης
- (ως κύριο όνομα Νέμεσις): προσωποποίηση της θεϊκής οργής, θεά της ανταπόδοσης, της εκδίκησης
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός τύπος : νέμεσσις
- επικός τύπος : δοτ. νεμέσσει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νέμω
Πηγές
επεξεργασία- νέμεσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νέμεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.