Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μύρρινος μυρρίνη τὸ μύρρινον
      γενική τοῦ μυρρίνου τῆς μυρρίνης τοῦ μυρρίνου
      δοτική τῷ μυρρίν τῇ μυρρίν τῷ μυρρίν
    αιτιατική τὸν μύρρινον τὴν μυρρίνην τὸ μύρρινον
     κλητική ! μύρρινε μυρρίνη μύρρινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μύρρινοι αἱ μύρριναι τὰ μύρριν
      γενική τῶν μυρρίνων τῶν μυρρίνων τῶν μυρρίνων
      δοτική τοῖς μυρρίνοις ταῖς μυρρίναις τοῖς μυρρίνοις
    αιτιατική τοὺς μυρρίνους τὰς μυρρίνᾱς τὰ μύρριν
     κλητική ! μύρρινοι μύρριναι μύρριν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μυρρίνω τὼ μυρρίν τὼ μυρρίνω
      γεν-δοτ τοῖν μυρρίνοιν τοῖν μυρρίναιν τοῖν μυρρίνοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μύρρινος < μυρρίνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

μύρρινος, -η, -ον (αττικός τύπος του μύρσινος)

  1. από μυρτιά, μύρτινος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αρσενικό μύρρινος: η μυρσίνη
     συνώνυμα: μύρτος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο μύρρινον: το κατώτερο τμήμα του ανδρικού μορίου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία