μύρτινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μύρτινος | η | μύρτινη | το | μύρτινο |
γενική | του | μύρτινου | της | μύρτινης | του | μύρτινου |
αιτιατική | τον | μύρτινο | τη | μύρτινη | το | μύρτινο |
κλητική | μύρτινε | μύρτινη | μύρτινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μύρτινοι | οι | μύρτινες | τα | μύρτινα |
γενική | των | μύρτινων | των | μύρτινων | των | μύρτινων |
αιτιατική | τους | μύρτινους | τις | μύρτινες | τα | μύρτινα |
κλητική | μύρτινοι | μύρτινες | μύρτινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μύρτινος < (ελληνιστική κοινή) μύρτινος < μύρτος
Επίθετο
επεξεργασίαμύρτινος
- που έχει φτιαχτεί από μυρτιά
- Το πρόσωπο της Μύρτιδας, το οποίο είναι εξαιρετικά ζωντανό, συνοδεύεται από αντικείμενα σχετικά με τις παιδικές ταφές στην αρχαία Μακεδονία, όπως ένα μύρτινο στεφάνι (4ος αι. π.Χ. από το Δερβένι). (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μύρτινος
|