Δείτε επίσης: Μυρσίνη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυρσίνη αἱ μυρσίναι
      γενική τῆς μυρσίνης τῶν μυρσινῶν
      δοτική τῇ μυρσίν ταῖς μυρσίναις
    αιτιατική τὴν μυρσίνην τὰς μυρσίνᾱς
     κλητική ! μυρσίνη μυρσίναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυρσίν
γεν-δοτ τοῖν  μυρσίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία