• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μυρρίνη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡ μυρρίνη αἱ μυρρίναι
      γενική τῆς μυρρίνης τῶν μυρρινῶν
      δοτική τῇ μυρρίνῃ ταῖς μυρρίναις
    αιτιατική τὴν μυρρίνην τὰς μυρρίνᾱς
     κλητική ὦ! μυρρίνη μυρρίναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυρρίνᾱ
γεν-δοτ τοῖν  μυρρίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυρρίνη θηλυκό

  • αττικός τύπος του μυρσίνη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μύρρα
  • μύρρινος/μύρσινος
  • μυρρινών
  • μυρσίνη/μυρρίνη
  • μυρσινοειδής
  • μύρτον
  • μύρτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μυρρίνη&oldid=5343746"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Νοεμβρίου 2021, στις 09:47

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Νοεμβρίου 2021, στις 09:47.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας