μύρσινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μύρσινος < μυρσίνη
Επίθετο
επεξεργασίαμύρσινος, -η, -ον (αττικός τύπος : μύρρινος)
Πηγές
επεξεργασία- μύρσινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.