μπουμπάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουμπάρι | τα | μπουμπάρια |
γενική | του | μπουμπαριού | των | μπουμπαριών |
αιτιατική | το | μπουμπάρι | τα | μπουμπάρια |
κλητική | μπουμπάρι | μπουμπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπουμπάρι ουδέτερο
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) το παχύ έντερο βοοειδών και προβάτων
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, γαστρονομία) είδος φαγητού, το οποίο παρασκευάζεται με γέμιση του παχέος εντέρου βοοειδών ή προβάτων με συκώτι, κιμά, ρύζι κ.ά.
- (παρωχημένο) είδος τρίχινης στέκας για τα γυναικεία μαλλιά