Δείτε επίσης: τρίιχνος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίχινος η τρίχινη το τρίχινο
      γενική του τρίχινου της τρίχινης του τρίχινου
    αιτιατική τον τρίχινο την τρίχινη το τρίχινο
     κλητική τρίχινε τρίχινη τρίχινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίχινοι οι τρίχινες τα τρίχινα
      γενική των τρίχινων των τρίχινων των τρίχινων
    αιτιατική τους τρίχινους τις τρίχινες τα τρίχινα
     κλητική τρίχινοι τρίχινες τρίχινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίχινος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίχινος < τριχ(ός) + -ινός

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίχινος, -η, -ο

  • φτιαγμένος από τρίχες ζώων ή τριχοειδές υλικό
    ⮡  Ο ερημίτης ήταν ντυμένος με τρίχινα ρούχα.

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τρίχινοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)