Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριχοειδής η τριχοειδής το τριχοειδές
      γενική του τριχοειδούς* της τριχοειδούς του τριχοειδούς
    αιτιατική τον τριχοειδή την τριχοειδή το τριχοειδές
     κλητική τριχοειδή(ς) τριχοειδής τριχοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριχοειδείς οι τριχοειδείς τα τριχοειδή
      γενική των τριχοειδών των τριχοειδών των τριχοειδών
    αιτιατική τους τριχοειδείς τις τριχοειδείς τα τριχοειδή
     κλητική τριχοειδείς τριχοειδείς τριχοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριχοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τριχοειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία