Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοϋδρικός η μονοϋδρική το μονοϋδρικό
      γενική του μονοϋδρικού της μονοϋδρικής του μονοϋδρικού
    αιτιατική τον μονοϋδρικό τη μονοϋδρική το μονοϋδρικό
     κλητική μονοϋδρικέ μονοϋδρική μονοϋδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοϋδρικοί οι μονοϋδρικές τα μονοϋδρικά
      γενική των μονοϋδρικών των μονοϋδρικών των μονοϋδρικών
    αιτιατική τους μονοϋδρικούς τις μονοϋδρικές τα μονοϋδρικά
     κλητική μονοϋδρικοί μονοϋδρικές μονοϋδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοϋδρικός < μονο- + ύδωρ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monohydrate)

  Επίθετο επεξεργασία

μονοϋδρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία