(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοτοπικός η μονοτοπική το μονοτοπικό
      γενική του μονοτοπικού της μονοτοπικής του μονοτοπικού
    αιτιατική τον μονοτοπικό τη μονοτοπική το μονοτοπικό
     κλητική μονοτοπικέ μονοτοπική μονοτοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοτοπικοί οι μονοτοπικές τα μονοτοπικά
      γενική των μονοτοπικών των μονοτοπικών των μονοτοπικών
    αιτιατική τους μονοτοπικούς τις μονοτοπικές τα μονοτοπικά
     κλητική μονοτοπικοί μονοτοπικές μονοτοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοτοπικός < μονο- + τοπικός λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία
  1. που ίσχυει ή συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένη τοποθεσία-περιοχή
  2. παγιωτοπικός, τοποστατικός, που δεν μετακινείται, δεν αλλάζει τόπο διαμονής, μη αποδημητικός
  3. καθιστικός, που δεν μετακινείται συχνά

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία