μονοτοπικός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοτοπικός < μονο- + τοπικός → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία- που ίσχυει ή συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένη τοποθεσία-περιοχή
- παγιωτοπικός, τοποστατικός, που δεν μετακινείται, δεν αλλάζει τόπο διαμονής, μη αποδημητικός
- καθιστικός, που δεν μετακινείται συχνά