πολυτοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυτοπικός < πολυ- + τοπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multilocal)
Επίθετο
επεξεργασίαπολυτοπικός
- (νεολογισμός, λόγιο) που έχει σχέση με πολλούς τόπους, που εξαπλώνεται σ’ αυτούς
- ※ Ουσιαστικά η «μεταφορά» της κοινότητας στους χώρους πρόσκαιρης, εποχιακής ή μονιμότερης διαμονής, μέσα από τα δίκτυα κοινωνικών, συγγενικών και πολιτικών σχέσεων, αναδεικνύει τον πολυτοπικό χαρακτήρα της Κρανιάς, ευρύτερα των βλάχικων κοινοτήτων. (Παρασκευάς Ποτηρόπουλος Ο πολυτοπικός χαρακτήρας της βλάχικης κοινότητας)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυτοπικός