πολυτοπικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυτοπικότητα < πολυτοπικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multilocality)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυτοπικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του πολυτοπικού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυτοπικότητα