Ετυμολογία

επεξεργασία

sedentary < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική sédentaire < λατινική sedentarius < sedeo

  Επίθετο

επεξεργασία

sedentary (en)

  1. καθιστικός
    a sedentary job
  2. που δεν μετακινείται, δεν αλλάζει τόπο διαμονής, μη αποδημητικός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία