μονοστιβαδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονοστιβαδικός
- που αποτελείται από μία μόνο στιβάδα
- ⮡ μονοστιβαδικός υμένας
- ⮡ μονοστιβαδικός άνθρακας / μονοστιβαδικός γραφίτης
- → δείτε τη λέξη γραφένιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοστιβαδικός
|