μονοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοπόδαρος < μεσαιωνική ελληνική μονοπόδαρος[1] < μόνος + ποδάρι < πόδι < αρχαία ελληνική πόδιον < πούς
Επίθετο επεξεργασία
μονοπόδαρος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μονοπόδαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μονοπόδαρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοπόδαρος
- ↑ μονοπόδαρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].