Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόπους < ελληνιστική κοινή μονόπους < αρχαία ελληνική μόνος + πούς, μορφολογικά αναλύεται μονό- + -πους

  Επίθετο επεξεργασία

μονόπους (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και για την κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία