μονόπους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόπους < ελληνιστική κοινή μονόπους < αρχαία ελληνική μόνος + πούς, μορφολογικά αναλύεται μονό- + -πους
Επίθετο
επεξεργασίαμονόπους (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και για την κλίση
- (λόγιο) άλλη μορφή του μονοπόδαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονόπους
|