↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονογονεϊκός η μονογονεϊκή το μονογονεϊκό
      γενική του μονογονεϊκού της μονογονεϊκής του μονογονεϊκού
    αιτιατική τον μονογονεϊκό τη μονογονεϊκή το μονογονεϊκό
     κλητική μονογονεϊκέ μονογονεϊκή μονογονεϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονογονεϊκοί οι μονογονεϊκές τα μονογονεϊκά
      γενική των μονογονεϊκών των μονογονεϊκών των μονογονεϊκών
    αιτιατική τους μονογονεϊκούς τις μονογονεϊκές τα μονογονεϊκά
     κλητική μονογονεϊκοί μονογονεϊκές μονογονεϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονογονεϊκός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική single-parent. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη ο τύπος μονογονεϊκός χρησιμοποιείται εσφαλμένα πολύ συχνά αντί του ορθού μονογονικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μονο- + γονεϊκός

  Επίθετο

επεξεργασία

μονογονεϊκός, -ή, -ό

  1. (για οικογένεια) που αποτελείται από έναν γονέα (άγαμο, χήρο ή διαζευγμένο) και από τα ανήλικα παιδιά του
  2. που σχετίζεται με τον έναν γονέα
    ⮡  μονογονεϊκή άδεια, μονογονεϊκό επίδομα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μονογονικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • μονογονεϊκόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)