μονογονεϊκότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονογονεϊκότητα (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική monoparentalité ή την αγγλική single parenting. Μορφολογικά αναλύεται σε μονογονεϊκ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονογονεϊκότητα θηλυκό
- (νεολογισμός, λόγιο) η κατάσταση της μονογονεϊκής οικογένειας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονογονεϊκότητα
Πηγές
επεξεργασία- μονογονεϊκότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μονογονεϊκότητα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr