monoparental
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monoparental | monoparentaux |
θηλυκό | monoparentale | monoparentales |
Επίθετο
επεξεργασίαmonoparental (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monoparental | monoparentaux |
θηλυκό | monoparentale | monoparentales |
monoparental (fr) αρσενικό