Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μιντέρι τα μιντέρια
      γενική του μιντεριού των μιντεριών
    αιτιατική το μιντέρι τα μιντέρια
     κλητική μιντέρι μιντέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιντέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική minder < οθωμανική τουρκική مندر (minder) < περσική نیمدار (nimdâr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιντέρι ουδέτερο

  • (παρωχημένο) χαμηλός περιφερικός καναπές τού οντά (σε σχήμα πι)
    ※  Έστρωσαν το χωμάτινο κατώφλι με το τσιμέντο, το έκαναν μακρύ, γυαλιστερό και ωραίο, άπλωσε και η Σταυρούλα τρία μιντέρια, ένα το ακριανό για τον εαυτό της, ένα για τη μάνα της την αμια-Βασίλσα, και ένα τρίτο για την αδελφή της την Αναστασία.
    Ζαφείρης Αλεξιάδης, Αλήμπεη, Αλεξανδρούπολη: Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, 2007. σελ. 8

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία