μεντερλίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεντερλίκι | τα | μεντερλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μεντερλίκι | τα | μεντερλίκια |
κλητική | μεντερλίκι | μεντερλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεντερλίκι < τουρκική minderli < minder < οθωμανική τουρκική مندر (minder) < περσική نیمدار (nimdâr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεντερλίκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του μιντέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεντερλίκι
|