μεταπτυχιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.pti.çi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πτυ‐χι‐α‐κός
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμεταπτυχιακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με σπουδές οι οποίες έπονται της ολοκλήρωσης του βασικού κύκλου σπουδών
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- μεταπτυχιακός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μεταπτυχιακός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταπτυχιακός αρσενικό
- φοιτητής ο οποίος πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταπτυχιακός
Πηγές
επεξεργασία- μεταπτυχιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας