ΔΦΑ : /me.ta.pti.çi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταπτυχιακός

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

μεταπτυχιακός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με σπουδές οι οποίες έπονται της ολοκλήρωσης του βασικού κύκλου σπουδών

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταπτυχιακός αρσενικό

  • φοιτητής ο οποίος πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία