Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταμορφωσιγενής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μεταμορφωσιγενής (μαρτυρείται από το 1873)[1][2] < μεταμόρφωσι(ς) + -γενής [3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.moɾ.fo.si.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐μορ‐φω‐σι‐γε‐νής

  Επίθετο

επεξεργασία

μεταμορφωσιγενής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταμορφωσιγενής η μεταμορφωσιγενής το μεταμορφωσιγενές
      γενική του μεταμορφωσιγενούς* της μεταμορφωσιγενούς του μεταμορφωσιγενούς
    αιτιατική τον μεταμορφωσιγενή τη μεταμορφωσιγενή το μεταμορφωσιγενές
     κλητική μεταμορφωσιγενή(ς) μεταμορφωσιγενής μεταμορφωσιγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταμορφωσιγενείς οι μεταμορφωσιγενείς τα μεταμορφωσιγενή
      γενική των μεταμορφωσιγενών των μεταμορφωσιγενών των μεταμορφωσιγενών
    αιτιατική τους μεταμορφωσιγενείς τις μεταμορφωσιγενείς τα μεταμορφωσιγενή
     κλητική μεταμορφωσιγενείς μεταμορφωσιγενείς μεταμορφωσιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 646, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. σχηματισμός κατά το διαβρωσιγενής, θνησιγενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας