μεταλλευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταλλευτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταλλευτής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.leˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταλ‐λευ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλευτής αρσενικό
- αυτός που ψάχνει και εξορύσσει μέταλλα από το έδαφος, ο μεταλλωρύχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλευτής
→ δείτε τη λέξη μεταλλωρύχος |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μεταλλευτής | οἱ | μεταλλευταί | ||||
γενική | τοῦ | μεταλλευτοῦ | τῶν | μεταλλευτῶν | ||||
δοτική | τῷ | μεταλλευτῇ | τοῖς | μεταλλευταῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | μεταλλευτήν | τοὺς | μεταλλευτᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | μεταλλευτᾰ́ | μεταλλευταί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταλλευτᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταλλευταῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταλλευτής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεταλλεύ(ω) + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλευτής, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- ο μεταλλευτής, ο μεταλλωρύχος
- ο μεταλλουργός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μεταλλεύω και μέταλλον
Πηγές
επεξεργασία- μεταλλευτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταλλευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.