Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετακλασικός η μετακλασική το μετακλασικό
      γενική του μετακλασικού της μετακλασικής του μετακλασικού
    αιτιατική τον μετακλασικό τη μετακλασική το μετακλασικό
     κλητική μετακλασικέ μετακλασική μετακλασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετακλασικοί οι μετακλασικές τα μετακλασικά
      γενική των μετακλασικών των μετακλασικών των μετακλασικών
    αιτιατική τους μετακλασικούς τις μετακλασικές τα μετακλασικά
     κλητική μετακλασικοί μετακλασικές μετακλασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακλασικός < μετα- + κλασικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική postclassique[1])

  Επίθετο επεξεργασία

μετακλασικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία