Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκλασικός η προκλασική το προκλασικό
      γενική του προκλασικού της προκλασικής του προκλασικού
    αιτιατική τον προκλασικό την προκλασική το προκλασικό
     κλητική προκλασικέ προκλασική προκλασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκλασικοί οι προκλασικές τα προκλασικά
      γενική των προκλασικών των προκλασικών των προκλασικών
    αιτιατική τους προκλασικούς τις προκλασικές τα προκλασικά
     κλητική προκλασικοί προκλασικές προκλασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκλασικός < προ- + κλασικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préclassique[1])

  Επίθετο επεξεργασία

προκλασικός, -ή, -ό

  1. (ιστορία, φιλολογία, αρχαιολογία) που έχει σχέση με την περίοδο πριν από τον κλασικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτή
     αντώνυμα: μετακλασικός
  2. (κατ’ επέκταση) παρωχημένος
  3. (μουσική) μπαρόκ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία