μετακεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμετακεντρικός < μετα- + κεντρικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία (όπως η αγγλική metacentric, η γαλλική métacentrique) < meta- + centr- + -ικός < αρχαία ελληνική μετά + κέντρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμετακεντρικός, -η, -ο
- (βιολογία) τυπολογία χρωματοσωμάτων, όταν έχουν το κεντρομερίδιο κοντά στη μέση
- ※ Αναλόγως μὲ τὴν θέσιν τοῦ κεντρομεριδίου , τὰ χρωματοσώματα διαιροῦνται εἰς τελοκεντρικά , ἀκροκεντρικά , μετακεντρικά, καὶ ἀνισομετακεντρικά (Χημικά Χρονικά, τόμος 29, 1964, σελ. 89)
- που αφορά ή βρίσκεται στο μετάκεντρο
- ※ Métacentrique: Επιθ. Μετακεντρικός, λέγεται επί της καμπύλης των μετακέντρων πλοίου τινός κατά τας διαφόρους αυτού κλίσεις (Αντώνιος Ηπίτης, Γαλλοελληνικόν Λεξικόν, Τόμος Β΄, σελ. 200, 1912 [1])
- ※ το μετακεντρικό ύψος είναι το μέτρο της αρχικής ευστάθειας των πλοίων. Όσο πιο χαμηλά βρίσκεται το κέντρο βάρους (G) από το εγκάρσιο μετάκεντρο (ΜΤ), τόσο μεγαλύτερη είναι η εγκάρσια ροπή επαναφοράς του πλοίου, άρα και η ευστάθειά του (Υποπλοίαρχος (Μ) Ι. Δήμου ΠΝ, Διάλεξη 10η: Υπολογίζοντας το εγκάρσιο μετακεντρικό ύψος ενός πλοίου, Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, 2015 [2])
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετακεντρικός