Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθαμφεταμίνη οι μεθαμφεταμίνες
      γενική της μεθαμφεταμίνης των μεθαμφεταμινών
    αιτιατική τη μεθαμφεταμίνη τις μεθαμφεταμίνες
     κλητική μεθαμφεταμίνη μεθαμφεταμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθαμφεταμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική methamphetamine < a(lpha-)m(ethyl)ph(en)eth(yl)amine < methylphenethylamine < methyl (< αρχαία ελληνική μέθυ + ὕλη) +‎ phenethylamine < phen- (< αρχαία ελληνική φαίνω) + ethylamine < ethyl (< αρχαία ελληνική αἰθήρ) + amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn:Amun))

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεθαμφεταμίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία