μεθαμφεταμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεθαμφεταμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική methamphetamine < a(lpha-)m(ethyl)ph(en)eth(yl)amine < methylphenethylamine < methyl (< αρχαία ελληνική μέθυ + ὕλη) + phenethylamine < phen- (< αρχαία ελληνική φαίνω) + ethylamine < ethyl (< αρχαία ελληνική αἰθήρ) + amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn:Amun))
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεθαμφεταμίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) συνθετικό ψυχοενεργό διεγερτικό ναρκωτικό
- ※ Η υπερβολική δόση μεθαμφεταμίνης μπορεί να οδηγήσει σε σπασμούς, κρίση και θάνατο, λόγω αναπνευστικής ανεπάρκειας, εγκεφαλικού επεισοδίου ή καρδιακής ανεπάρκειας. (www.kethea.gr)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεθαμφεταμίνη