↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυρομάλλης η μαυρομάλλα
μαυρομαλλού
μαυρομαλλούσα
το μαυρομάλλικο
      γενική του μαυρομάλλη της μαυρομάλλας
μαυρομαλλούς
μαυρομαλλούσας
του μαυρομάλλικου
    αιτιατική τον μαυρομάλλη τη μαυρομάλλα
μαυρομαλλού
μαυρομαλλούσα
το μαυρομάλλικο
     κλητική μαυρομάλλη μαυρομάλλα
μαυρομαλλού
μαυρομαλλούσα
μαυρομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυρομάλληδες οι μαυρομάλλες
μαυρομαλλούδες
μαυρομαλλούσες
τα μαυρομάλλικα
      γενική των μαυρομάλληδων των
μαυρομαλλούδων
των μαυρομάλλικων
    αιτιατική τους μαυρομάλληδες τις μαυρομάλλες
μαυρομαλλούδες
μαυρομαλλούσες
τα μαυρομάλλικα
     κλητική μαυρομάλληδες μαυρομάλλες
μαυρομαλλούδες
μαυρομαλλούσες
μαυρομάλλικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Συγκρίνετε με το μαυρόμαλλος, μαυρόμαλλη, μαυρόμαλλο.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυρομάλλης < μαυρο- + -μάλλης

  Επίθετο

επεξεργασία

μαυρομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μαύρος και μαλλί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία