μελανόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μελᾰνοθρῐχ- μελᾰνοτρῐχ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | μελανόθριξ | οἱ/αἱ | μελανότριχες | |
γενική | τοῦ/τῆς | μελανότριχος | τῶν | μελανοτρίχων | |
δοτική | τῷ/τῇ | μελανότριχῐ | τοῖς/ταῖς | μελανότριξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | μελανότριχᾰ | τοὺς/τὰς | μελανότριχᾰς | |
κλητική ὦ! | μελανόθριξ | μελανότριχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελανότριχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μελανοτρίχοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμελανόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)
- που έχει μαύρο τρίχωμα / μαύρα μαλλιά
- ※ μειράκια, νέοι, ἀκμάζοντες, λεῖοι, ὑπολευκόχρωτες, ἰθύτριχες, μελανότριχες, μελανόφθαλμοι (⌘ Ιπποκράτης, 5ος-4ος αιώνας π.Χ., Hippocratis Opera, Volume 1, Teubner, 1895, σελ. 195 [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μελανόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.