↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μελᾰνοθρῐχ- μελᾰνοτρῐχ-
ονομαστική / μελανόθριξ οἱ/αἱ μελανότριχες
      γενική τοῦ/τῆς μελανότριχος τῶν μελανοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ μελανότριχ τοῖς/ταῖς μελανότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μελανότριχ τοὺς/τὰς μελανότριχᾰς
     κλητική ! μελανόθριξ μελανότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελανότριχε
γεν-δοτ τοῖν  μελανοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελανόθριξ < μελανό- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελανόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)

  • που έχει μαύρο τρίχωμα / μαύρα μαλλιά
    ※  μειράκια, νέοι, ἀκμάζοντες, λεῖοι, ὑπολευκόχρωτες, ἰθύτριχες, μελανότριχες, μελανόφθαλμοι ( Ιπποκράτης, 5ος-4ος αιώνας π.Χ., Hippocratis Opera, Volume 1, Teubner, 1895, σελ. 195 [1])

Άλλες μορφές

επεξεργασία