μαρτυριάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαρτυριάρης | η | μαρτυριάρα | το | μαρτυριάρικο |
γενική | του | μαρτυριάρη | της | μαρτυριάρας | του | μαρτυριάρικου |
αιτιατική | τον | μαρτυριάρη | τη | μαρτυριάρα | το | μαρτυριάρικο |
κλητική | μαρτυριάρη | μαρτυριάρα | μαρτυριάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαρτυριάρηδες | οι | μαρτυριάρες | τα | μαρτυριάρικα |
γενική | των | μαρτυριάρηδων | — | των | μαρτυριάρικων | |
αιτιατική | τους | μαρτυριάρηδες | τις | μαρτυριάρες | τα | μαρτυριάρικα |
κλητική | μαρτυριάρηδες | μαρτυριάρες | μαρτυριάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɾ.tiɾˈʝa.ɾis/
Επίθετο
επεξεργασίαμαρτυριάρης, -α, -ικο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μαρτυριάρικος
- και → δείτε τις λέξεις μαρτυρία και μαρτυράω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρτυριάρης