μαρτυριάρης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /maɾ.tiɾˈʝa.ɾis/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μαρτυριάρης, -α, -ικο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- μαρτυριάρικος
- και → δείτε τις λέξεις μαρτυρία και μαρτυράω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαρτυριάρης