μαρτυριάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαρτυριάρικος < μαρτυριάρης
Επίθετο
επεξεργασίαμαρτυριάρικος, -η, -ο
- σχετικός με τον μαρτυριάρη
- που μοιάζει με τον μαρτυριάρη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρτυριάρικος
|
μαρτυριάρικος, -η, -ο
|