μαλαματοκαπνισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαλαματοκαπνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαλαματοκαπνίζω
Μετοχή επεξεργασία
μαλαματοκαπνισμένος, -η, -ο
- που έχει επιχρυσωθεί, ο επιχρυσωμένος, ο επίχρυσος, χρυσεπίβαπτος, χρυσοβαφής, χρυσωτός
- → δείτε τη λέξη μαλαματοκαπνίζω