Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχρυσωμένος η επιχρυσωμένη το επιχρυσωμένο
      γενική του επιχρυσωμένου της επιχρυσωμένης του επιχρυσωμένου
    αιτιατική τον επιχρυσωμένο την επιχρυσωμένη το επιχρυσωμένο
     κλητική επιχρυσωμένε επιχρυσωμένη επιχρυσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχρυσωμένοι οι επιχρυσωμένες τα επιχρυσωμένα
      γενική των επιχρυσωμένων των επιχρυσωμένων των επιχρυσωμένων
    αιτιατική τους επιχρυσωμένους τις επιχρυσωμένες τα επιχρυσωμένα
     κλητική επιχρυσωμένοι επιχρυσωμένες επιχρυσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιχρυσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχρυσώνω

  Μετοχή επεξεργασία

επιχρυσωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία