Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η χρυσεπίβαπτος το χρυσεπίβαπτο
      γενική του/της χρυσεπίβαπτου του χρυσεπίβαπτου
    αιτιατική τον/τη χρυσεπίβαπτο το χρυσεπίβαπτο
     κλητική χρυσεπίβαπτε χρυσεπίβαπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσεπίβαπτοι τα χρυσεπίβαπτα
      γενική των χρυσεπίβαπτων των χρυσεπίβαπτων
    αιτιατική τους/τις χρυσεπίβαπτους τα χρυσεπίβαπτα
     κλητική χρυσεπίβαπτοι χρυσεπίβαπτα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσεπίβαπτος < χρυσός + αρχαία ελληνικήἐπίβαπτος

  Επίθετο επεξεργασία

χρυσεπίβαπτος, -ος, -ο

  • (παρωχημένο) λόγια λέξη που συνετέθη (ίσως κατά τον 19ο αιώνα, πιθανόν νωρίτερα) για να αποδώσει την λεξη επιχρυσωμένος (με την τεχνική του καπνίσματος) χρησιμοποιώντας συνθετικό από την αρχαία ελληνική γλώσσα
  • → δείτε τη λέξη μαλαματοκαπνισμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία