Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρυμάλλης η μακρυμάλλα το μακρυμάλλικο
      γενική του μακρυμάλλη της μακρυμάλλας του μακρυμάλλικου
    αιτιατική τον μακρυμάλλη τη μακρυμάλλα το μακρυμάλλικο
     κλητική μακρυμάλλη μακρυμάλλα μακρυμάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρυμάλληδες οι μακρυμάλλες τα μακρυμάλλικα
      γενική των μακρυμάλληδων των μακρυμάλλικων
    αιτιατική τους μακρυμάλληδες τις μακρυμάλλες τα μακρυμάλλικα
     κλητική μακρυμάλληδες μακρυμάλλες μακρυμάλλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακρυμάλλης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακρυμάλλης < μακρυ- + -μάλλης

  Επίθετο επεξεργασία

μακρυμάλλης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακρυμάλλης < μακρυ- + -μάλλης

  Επίθετο επεξεργασία

μακρυμάλλης

  Πηγές επεξεργασία