μακρυμάλλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μακρυμάλλης | η | μακρυμάλλα | το | μακρυμάλλικο |
γενική | του | μακρυμάλλη | της | μακρυμάλλας | του | μακρυμάλλικου |
αιτιατική | τον | μακρυμάλλη | τη | μακρυμάλλα | το | μακρυμάλλικο |
κλητική | μακρυμάλλη | μακρυμάλλα | μακρυμάλλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μακρυμάλληδες | οι | μακρυμάλλες | τα | μακρυμάλλικα |
γενική | των | μακρυμάλληδων | — | των | μακρυμάλλικων | |
αιτιατική | τους | μακρυμάλληδες | τις | μακρυμάλλες | τα | μακρυμάλλικα |
κλητική | μακρυμάλληδες | μακρυμάλλες | μακρυμάλλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακρυμάλλης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακρυμάλλης < μακρυ- + -μάλλης
Επίθετο επεξεργασία
μακρυμάλλης, -α, -ικο
- που έχει μακριά μαλλιά
- άλλες μορφές: μακρομάλλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακρυμάλλης
Πηγές επεξεργασία
- μακρυμάλλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- μακρυμάλλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- μακρυμαλλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μακρυμάλλης
- μακρυμάλλης
- άλλες μορφές: μακρομάλλης
Πηγές επεξεργασία
- μακρυμάλλης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].